τιμητήρ

τιμητήρ
τιμ-ητήρ, ῆρος, ,
A = τιμητής, assessor of taxable property, Abh.Berl.Akad.1925(5).6 ([place name] Cyrene).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τιμητήρ — ῆρος, ὁ Α εκτιμητής τής φορολογήσιμης περιουσίας, τιμητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. ὁδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • τιμητήριος — ία, ον, Α [τιμητήρ] αυτός που γίνεται προκειμένου να τιμηθεί κάποιος, ιδίως θεός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”